οξ(ε)ιδοαναγωγή

οξ(ε)ιδοαναγωγή
η
1. χημ. κάθε χημική αντίδραση κατά την οποία πραγματοποιείται μεταφορά ηλεκτρονίων από ένα χημικό είδος σε άλλο
2. φρ. «δυναμικό οξειδοαναγωγής»
χημ. το δυναμικό που χαρακτηρίζει μια οξειδοαναγωγική αντίδραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. oxidoreduction < oxido- (< οξ[ε]ίδιο) + reduction «αναγωγή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οξ(ε)ιδοαναγωγικός — ή, ό [οξ(ε)ιδοαναγωγή] χημ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οξειδοαναγωγή 2. φρ. «οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις» χημ. αντιδράσεις που εκφράζουν τη χημική επίδραση ενός οξειδωτικού σώματος πάνω σε ένα αναγωγικό σώμα με ταυτόχρονη οξείδωση τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”